ἐξερωέω

ἐξερωέω
ἐξ-ερωέω: only aor. ἐξερώησαν (ἵπποι), have run away, ‘bolted,’ Il. 23.468†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐξηρώησαν — ἐξερωέω swerve from the course aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηρώησε — ἐξερωέω swerve from the course aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”